στενός

στενός
Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Δεσφίνας.
* * *
-ή, -ό / στενός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει μικρό πλάτος, που δεν είναι φαρδύς (α. «στενός δρόμος» β. «οὔτ' εὐρεῑα οὔτε στενὴ διαφυγή», Πλάτ.)
2. (το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ.) το στενό και τα στενά
στενό πέρασμα μεταξύ δύο βουνών ή μεταξύ βουνού και θάλασσας, στενωπός, ή στενή λωρίδα θάλασσας που ενώνει δύο πελάγη (α. «τα στενά τών Θερμοπυλών» β. «τα στενά τών Δαρδανελλίων» γ. «οἱ δὲ μὴ ἐσπλεῑν ἐς τὰ στενά», Θουκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, ο μη ευρύχωρος (α. «στενά παπούτσια» β. «στενό παντελόνι»)
2. μτφ. α) (για πρόσ.) κοντινός, πλησιέστατος, αγαπητός (α. «στενός φίλος» β. «στενός συνεργάτης» γ. «στενοί συγγενείς»)
β) (για καταστάσεις) οικείος, φιλικός, εγκάρδιος (α. «έχουν αναπτύξει στενή φιλία» β. «έχουν στενές σχέσεις» γ. «υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ τους»)
3. το θηλ. ως ουσ. μτφ. η στενή
η φυλακή
4. το ουδ. ως ουσ. στενή δίοδος, στενή διάβαση, στενός δρόμος, σοκάκι
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) διεθν. δίκ. τα μεταξύ δύο ακτών φυσικά θαλάσσια περάσματα από και προς ευρύτερες θαλάσσιες μάζες, η διέλευση τών οποίων ρυθμίζεται με διεθνείς συμβάσεις
6. φρ. α) «υπὸ στενή έννοια» — υπό την ακριβή και μη γενική και αόριστη έννοια, κατά κυριολεξία
β) «τά βρήκε στενά» — συνάντησε δυσκολίες
γ) «είμαι στα στενά» — βρίσκομαι σε δύσκολη θέση
δ) «στενή αντίληψη» — περιορισμένη, δογματική αντίληψη
ε) «σε στενό κύκλο» — σε μικρό αριθμό προσώπων, σε μικρό αριθμό συνεργατών
αρχ.
1. κλεισμένος, κλειστός
2. λίγος, λιγοστός («στεναὶ ἐλπίδες», Δίον. Αλ.)
3. (για ήχο) ασθενής, αδύνατος
4. (για ύφος) λεπτός
5. μτφ. εγωιστής, εγωκεντρικός
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ στενόν
α) ο πορθμός τού Γιβραλτάρ
β) ο Ελλήσποντος
7. το θηλ. ως ουσ. στενή λωρίδα γης
8. φρ. α) «ἐν στενῷ» — σε στενή περιοχή
β) «στενὴ συλλαβή» — δύσκολα προφερόμενη συλλαβή
γ) «ἀπειληθέντες ἐς στεινόν» — σπρωγμένοι στη γωνία.
επίρρ...
στενώς / στενῶς ΝΜΑ, και στενά Ν
με στενότητα, με στενό τρόπο, με περιορισμένο τρόπο
νεοελλ.
με περιορισμένη οπτική γωνία, δογματικά («τά βλέπει πολύ στενά τα πράγματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίθ. στενός έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. *στεν-F-ός (πρβλ. ιων. στεινός, με αντέκταση), όπως επιβεβαιώνουν τα παραθετικά τού τ. στενότερος, -ότατος (< *στενFότερος) και το επίθ. στενυ-γ-ρός*, στο θ. τού οποίου εμφανίζεται το -F- με την φωνηεντική του μορφή (πρβλ. και το τοπωνύμιο Στενύ-κληρος). Παράλληλα με το επίθ. στενός μαρτυρείται το σιγμόληκτο ουδ. στένος, το οποίο, μαζί με τους τ. στενυ-γρός και Στενύ-κληρος, θα μπορούσε να ενταχθεί στο μορφολογικό σύστημα τού νόμου τού Caland (πρβλ. αἶσχος: Αἰσχύλος). Το επίθ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή στενο- σε μια σειρά συνθ. προσδίδοντας στο β' συνθετικό τη σημ. τού στενού, τού μικρού, τού περιορισμένου, τού πνιγηρού (πρβλ. στενό-χωρος).
ΠΑΡ. στενότητα(-ης)
αρχ.
στενυγρός, στενώδης
αρχ.-μσν.
στενῶ
νεοελλ.
στενεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στενόμακρος, στενόστομος, στενόφυλλος, στενόχωρος, στενωπός
αρχ.
στεναύχην, στενόβουλος, στενόβρογχος, στένοδος, στενοκοίλιος, στενολέσχης, στενοπαθώ, στενόπορθμος, στενόπορος, στενόπους, στενοπρόσωπος, στενόσημος, στενοτράχηλος, στενοφυής, στενόφωνος
αρχ.-μσν.
στενόφλεβος
μσν.
στενοκομιδή
μσν.- νεοελλ.
στενόρρινος, στενόψυχος
νεοελλ.
στενογράφος, στενοκαρδία, στενόκαρδος, στενοκέφαλος, στενόκωλος, στενομέτωπος, στενόμυαλος, στενοσόκακο, στενοσχιδής, στενοτοπιά. (Β' συνθετικό) αρχ. διάστενος, επίστενος, μεσόστενος, υπόστενος
νεοελλ.
κατάστενος, μακρόστενος, μετάστενος, ολόστενος, ψηλόστενος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στενός — narrow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένος — narrow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένος — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • στενός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει μικρό πλάτος: Οιδρόμοι στην πόλη μας είναι πολύ στενοί. 2. κοντινός: Είναι πολύ στενοί φίλοι ή συγγενείς. – Ανέπτυξαν στενές σχέσεις. 3. φρ., «με τη στενή έννοια», με την κυριολεκτική σημασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεινά — στενός narrow neut nom/voc/acc pl (ionic) στεινά̱ , στενός narrow fem nom/voc/acc dual (ionic) στεινά̱ , στενός narrow fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεινότερον — στενός narrow adverbial comp (ionic) στενός narrow masc acc comp sg (ionic) στενός narrow neut nom/voc/acc comp sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενά — στενός narrow neut nom/voc/acc pl στενά̱ , στενός narrow fem nom/voc/acc dual στενά̱ , στενός narrow fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενῶν — στένος narrow neut gen pl (attic epic doric) στενάζω sigh deeply fut part act masc voc sg στενάζω sigh deeply fut part act neut nom/voc/acc sg στενάζω sigh deeply fut part act masc nom sg (attic epic ionic) στενός narrow fem gen pl στενός narrow… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενώτερον — στενός narrow adverbial comp στενός narrow masc acc comp sg στενός narrow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένει — στένος narrow neut nom/voc/acc dual (attic epic) στένεϊ , στένος narrow neut dat sg (epic ionic) στένος narrow neut dat sg στένω moan pres ind mp 2nd sg στένω moan pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”